- μεταπράσις
- μεταπράσις, -εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω]η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπράσεις — μεταπρά̱σεις , μετάπρασις re sale fem nom/voc pl (attic epic) μεταπρά̱σεις , μετάπρασις re sale fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάπρασιν — μετάπρᾱσιν , μετάπρασις re sale fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)